Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Μια απ' τις τελευταίες ναυτικές ιστορίες του Ασκάρ...



Σαν πλευρίσαμε την Αίγινα και ξεμύτησε η Σαλαμίνα όρμηξα στη γέφυρα πηδώντας απ' τη χαρά μου.
"Φάνηκε ο Περαίας, φάνηκε ο Περαίας!"
Ο καπετάνιος έβαλε τα κυάλια κι είπε να μην βιαζόμαστε γιατί το πούσι τέτοιαν ώρα ξεγελάει και παραμονές της Μεγαλόχαρης τα πνεύματα λυσσομανάνε...
Μα σα ρόδησε ο ήλιος φάνηκε ξεκάθαρα ο ουρανοξύστης στο λιμάνι, κι ο στεριανός αέρας μάς έσπασε τα ρουθούνια.
Κι εκεί που μετρούσαμε την απόσταση με το μάτι... γκρούπου-γκρούπου ακούστηκε η άγκυρα. Οι μηχανές έσβησαν και σήμανε το καμπανάκι της μάζωξης του τσούρμου.
Ο καπετάνιος από τη σκάλα είπε πως είναι σκόπιμο ν' αγκυροβολήσουμε σε τούτο το σημείο για μια νηφάλια εκτίμηση της κατάστασης...
"Σύμφωνα με τους κανόνες της ναυσιπλοΐας και της ποίησης", είπε, "στον πηγαιμό για την Ιθάκη δεν πρέπει να βιάζεις το ταξίδι!"
Περνούσαν οι μέρες, οι μηχανές σβηστές, οι βάρδιες χωρίς νόημα κι ο Περαίας μόλις διακόσιες απλωτές απ' την πλώρα.
Κάποιο βράδυ πέτυχα τον καπετάνιο σε φάση ονειροπόλησης.
"Πότε θα δέσουμε καπετάνιο;", ρώτησα.
"Καθόλου δεν βιάζομαι", ψιθύρισε. "Μισώ τον ξέμπαρκο εαυτό μου!".
Άλλο και τούτο πάλι!
Όσο ο Περαίας ήταν μια κουκίδα στο χάρτη, η προσδοκία κρατούσε τον καπετάνιο μας νηφάλιο, υπεύθυνο κι αξιοπρεπή, έναν πραγματικό μαχητή της ζωής. Μα σαν πλησιάσαμε στην ξηρά...
Φθινοπώριασε, κι εμείς στο ίδιο πάντα σημείο, να χορταριάζουμε σαν ύφαλος.
Παίρνω το καμαροτάκι παράμερα, το κερνάω στριφτό και το ρωτάω: "Μετράς κι εσύ τις ώρες να δέσουμε, ε;".
"Μπά!", μου κάνει. "Όταν ταξιδεύω μού λείπουν οι ζωντανοί, κι αυτό είναι γλυκό και παρήγορο. Μα σαν φτάνω μού λείπουν οι πεθαμένοι, κι αυτό είναι αβάσταχτο!".
Τέλη Οκτώβρη αγναντεύω βουρκωμένος το φωτισμένο λιμάνι.
Με πλευρίζει ο μάγειρας και με κερνάει ένα τσίπουρο.
Σηκώνει το ποτηράκι του και εύχεται: "Στον απόπλου!".
Πάγωσα!
"Καλά", του λέω, "ούτε κι εσύ θες να ξεμπαρκάρεις;"
"Το σκέφτηκα καλά", μου απάντησε. "Η στεριά είναι σκλαβιά! Σε τούτη την κουζίνα είμαι βασιλιάς!".
Την άλλη μέρα πιάνω τον ύπαρχο.
"Πότε θα δέσουμε Περαία;", τον ρωτάω κι αυτόν.
"Και τι είν' τούτο απέναντι; Περαίας δεν είναι;"
"Μα έτσι; Χωρίς ελλιμενισμό; Χωρίς δέσιμο;"
Αγρίεψε. Χύμηξε να με κομματιάσει. Στο τσακ τη γλύτωσα.
"Δεν θα 'χει κανέναν ο καημένιος να τον περιμένει", είπα στο μαρκόνι.
"Αντιθέτως", μου απάντησε, "τον περιμένουν πολλοί... χωροφυλάκοι, δικαστικοί κλητήρες, εισαγγελείς...".
Χειμώνιασε, βγάλαμε και τα μάλλινα.
"Τι σε τρώει ναυτόπουλο;" με ρώτησε ο λοστρόμος.
"Ο Περαίας!", του λέω.
"Αύριο αποπλέουμε, το 'πε ο καπετάνιος".
"Για Περαία;", έκανα με λαχτάρα.
"Πάντα για Περαία...", χαμογέλασε... "...μέσω Γιβραλτάρ, Κέιπ Τάουν, Ιαπωνίας!".
Δεν το πολυσκέφτηκα. Πέταξα το τσιγάρο και σκαρφάλωσα στην κουπαστή. 
"Ο Άι-Νικόλας να σας φυλάει σύντροφοι", φώναξα και βούτηξα.
Ήμουν ακόμα στον αέρα σαν άκουσα τη φωνή του λοστρόμου:
"Εσένα να φυλάει άμυαλε! Το αληθινό ταξίδι ξεκινάει όταν φτάνεις..." 

συντάξας: Ασκαρδαμυκτί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου