Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Το πρώτο και τελευταίο μπάρκο ενός 17χρονου



«πατέρα θα κάνω ένα ακόμη ταξίδι και μετά θα ξεμπαρκάρω να μαζέψω λίγα ακόμη χρήματα για να έχουν προίκα όταν θα παντρευτούν οι αδελφές μου». έτσι είχες γράψει στο τελευταίο γράμμα στους γονείς σου στο νησί.
17 χρονών καμαρωτακι έστρωνες κρεβάτια καθάριζες καμπίνες, πήγαινες καφέ στο καπετάνιο, βοηθούσες στο σερβίρισμα, σε αγαπούσαν όλοι, ήσουν ο μικρότερος από όλο το πλήρωμα και σε πρόσεχαν. Έτσι έκαναν τότε οι ναυτικοί με τα νέα αμούστακα παιδιά που η ανάγκη τα έστελνε τόσο μικρά στην σκληρή θάλασσα να μπαρκάρουν. Τα ένιωθαν σαν δικά τους παιδιά.
Ήθελες λίγες μέρες ακόμη για να φτάσει το υπερφορτωμένο σου πλοίο στο λιμάνι και να ξεμπαρκάρεις.
 Όταν το πλοίο έπεσε σε κυκλώνα, βουνά τα κύματα το καπέλωναν και το αγκάλιαζαν σε όλο το μήκος του καταστρώματος του.
Οι περισσότεροι μαζεμένοι εκεί στην μικρή κλειστή γέφυρα όρθιοι να κοιτάν δυο δυο από τα φινιστρίνια τα αγριεμένα κύματα που εξαφάνιζαν για λίγο την πλώρη του πλοίου και τα πλωριά αμπάρια.
Άλλοι από το πλήρωμα είχαν κατέβει στο μηχανοστάσιο να κάνουν παρέα στους μηχανικούς που ήταν μόνοι τους και ίσως χρειαζόταν και κάποια βοήθεια.
«ήρεμα το πρόσω» διέταξε ο καπετάνιος στον γραμματικό. Ακούστηκε ο θόρυβος του τηλέγραφου από την μηχανή ότι ενημερώθηκαν για την κίνηση των μηχανών
«να δώσω λιγάκι την δυνατότητα να ανασάνει το πλοίο» είπε ο καπετάνιος, «δεν πρέπει ποτέ να κοντράρεις τα μεγάλα κύματα κόντρα στο πλοίο σου, ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί, πόσο θα αντέξει».
Κανείς δεν κοιμόνταν, ο φόβος και η ανάγκη για να μιλήσεις με κάποιον σε έστελνε η στην γέφυρα η στην μηχανή εκεί που ήταν η ψυχή και η καρδιά του πλοίου.
Αμίλητος ο καπετάνιος ήξερε ότι αυτή η κατάσταση δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Το πλοίο γέρικο, παλιό, φορτωμένο λίγα εκατοστά από το νερό, η κουπαστή δεν θα άντεχε, κάποιο κακό συναίσθημα τον βασάνιζε.
Ήθελε στο μυαλό του να αλλάξει πορεία και ας καθυστερούσε να φτάσει στον προορισμό του και ας του φώναζαν από την εταιρεία ότι «έχασαν λεφτά'» με αυτά που έκανε, αλλά εκείνος αποφάσιζε εκείνη την στιγμή για τις τύχες του πλοίου και του πληρώματος.
τα βλέμματα του πληρώματος καρφωμένα πάνω του. Το ένιωθε, ήταν ένα βάρος και μια ευθύνη απέναντι τους. Χρόνια στην θάλασσα τα ήξερε αυτά, όλοι έπρεπε να επιστρέψουν πίσω όπως και εσύ στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Γυναίκες, παιδιά γονείς, συγγενείς.
Τα μέσα του πλοίου λιγοστά ούτε ραντάρ, ούτε δορυφορικές επικοινωνίες, ούτε τίποτα. Μια πυξίδα, ένα ραδιογωνιόμετρο και ταξίδευες στα πέρατα τις γης.
Η εμπειρία, η ναυτοσύνη και οι γνώσεις του καπετάνιου μέτραγαν. Αυτά ήταν τα μόνα εφόδια που τα πλοία εκείνης της εποχής που ταξίδευαν παντού.
Και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω και εκεί πάνω στην αργή δύσκολη στροφή το πλοίο δεν άντεξε το πολύ βάρος των κυμάτων και κόπηκε λίγο πριν το κομοδέσιο.
Όλα έγιναν ξαφνικά, άλλοι από τον φόβο τους έπεσαν στην θάλασσα σε κατάσταση πανικού ένας από αυτούς ήσουν και εσύ.
«μη πέφτεις στην θάλασσα» σου φώναξε ο καπετάνιος «Σπύρο μου θα κρατηθούμε όσο το υπόλοιπο πλοίο πλέει ακόμη και κάποιο πλοίο θα περάσει να μας μαζέψει»
Εσύ όμως δεν τον άκουσες μικρό άβγαλτο παιδάκι και πήδηξες στα φουρτουνιασμένα κύματα, γιατί είχες ακούσει παλιές ιστορίες από ναυτικούς ότι όποιος μένει πάνω στο πλοίο τον ρουφάει μαζί του και χάνεται στα βάθη του ωκεανού και έτσι έχοντας αυτό στο μυαλό πήδηξες με το σωσίβιο σου αγκαλιά στην θάλασσα, που σε δευτερόλεπτα σε κατάπιαν, σε εξαφάνισαν, σε πήραν μαζί τους εκεί στον παγωμένο ωκεανό.
Για καλή τους τύχη αργότερα ένα Ρώσικο πλοίο τυχαία άκουσε το sos και πλησίασε σε βοήθεια καθώς είχατε την ίδια πορεία και πρόσεχε ο ένας τον άλλον. Είχατε μια επαφή αν και αρκετά μίλια μακριά, πηγαίνατε στο ίδιο λιμάνι.
Και όταν του πατέρα σου του μετέφεραν το άσχημο μαντάτο όλο το νησί ήταν για πολλές μέρες σε ένα μεγάλο πένθος, και ένα σιωπηλό βουβό κλάμα.
Ήσουν μονό 17 χρονών και έμεινες για τις αδελφές σου για ένα ακόμη ταξίδι για να τις βοηθήσεις.
Όσο ζούσαν ο πατέρας σου και οι αδελφές σου, δεν έβγαλαν ποτέ τα μαύρα από πάνω τους, αναγνωρίζοντας τον άδικο χαμό σου εκεί στα ανταριασμένα κύματα του ωκεανού που κόπηκε άδοξα και πρόωρα το νήμα της ζωής σου, που ποτέ δεν πρόλαβες να ζήσεις και να χαρείς.

Αλέξανδρος Κασίμης

3 σχόλια:

  1. Μπράβο Κε Κασίμη παρ' όλο που το θέμα ήταν από τα πιο δύσκολα -ένα ναυάγιο- η ναυτική σας πείρα έδωσε μεγάλη ένταση και δύναμη στην αφήγηση σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα σύγχρονα πλοία δίνουν πολύ μεγαλυτερη ασφάλεια με τα συστήματα ασφαλείας και επικοινωνίας.Αλλα ο παράγων άνθρωπος θα είναι πάντα το άλφα και το ωμέγα για την ασφάλεια πλοιου και πληρώματος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Και η τύχη χρειάζεται αλλά και η βοήθεια του Θεού συν την ικανότητα
    του καπετάνιου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή