Ο καπταν Παναγής έπιασε απ' το ράφι το μπουκάλι το Johnny, γέμισε
το ποτήρι ως τη μέση, τράβηξε την καρέκλα του γραφείου κι έπεσε βαρύς. Κατέβασε
μονορούφι το δυνατό ποτό, έκανε έναν μορφασμό και το ξαναγέμισε. Σήκωσε το ποτήρι
κι απόμεινε να το κοιτά σκαφτικός.
Δυο μήνες, δυο γαμημένοι μήνες στο κωλοβαπορο, αυτή την μπανιέρα
που όμοια της δεν είχε γνωρίσει στα είκοσι πέντε χρόνια που ταξίδευε. Δώδεκα χιλιάδες
τόνοι σάπια λαμαρίνα που και για σκραπ να την έδινες θα έπρεπε να πληρώσεις και
το πλήρωμα; Κουρσάροι, πειρατές του κερατά. Σε άλλες εποχές θα τους είχαν κρεμάσει
προ πολλού. Στ' αρχιδια τους όλα, φαί, πιόμα και να πα να γαμηθεί το συμπάν. Το
χασίσι πήγαινε σύννεφο. Ντουμάνι τα καπνιστήρια. Όποια πόρτα και ν' άνοιγες, σ'
έπαιρναν οι ρεφλες. Λουλούδια όλοι τους, ένας κι ένας.
Προχθές το βραδύ, ανέβηκε στην γέφυρα και τους βρήκε να κάνουν
πάρτι με μουσική και ξύδια. Πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο γραμματικός τον πρόλαβε
δίνοντας του ένα γεμάτο ποτήρι.
Ο γραμματικός. Ένας Συριανός που την είχε δει Βαμβακάρης, όλη
μέρα γυρνούσε μ' έναν μπαγλαμά στο χέρι κι έναν μπαφο στο στόμα, μόνιμα κόκαλο
και τραγουδούσε φάλτσα. Αλλού γι' αλλού. Τις προάλλες με οχτώ δύναμη και την θάλασσα
ν' ανεβαίνει στην κουβέρτα, την είδε να πάει στην πλώρη να τσεκάρει τα τσιμέντα
στα οκια γιατί, λέει, ο μαλάκας ο λοστρόμος ήταν σουρωμένος όταν φεύγαμε απ' το
πόρτο και μάλλον δεν... Τελευταία στιγμή τον πρόλαβε ο μαρκόνης στην πόρτα πριν
βγει στην κουβέρτα και τρέχουμε.
Ο μαρκόνης, άλλο φυντάνι κι αυτός, Κεφαλλονίτης, κοντόχοντρος
με αραιά μαλλιά και κάτι αυτιά σαν κουπιά, όλη μέρα μ' ένα μολύβι κι ένα χαρτί έγραφε,
έγραφε τι στο διάολο έγραφε, μάλλον ούτε ο ίδιος ήξερε. Η καμπίνα του κωλοχανείο.
Παντού χαρτιά, μπουκάλια και ότι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Ο μόνος που κάπως ήταν στα καλά του, ήταν το καμαρωτάκι του.
Όσο καλά μπορείς να πεις κάποιον που μιλάει τρεις γλώσσες και, ενώ είναι κοντά
δυο χρόνια στο βαπόρι, δεν μιλάει λέξη Ελληνικά. Φιλιπινέζος, Ρομπέρτο τ' όνομα
του, με φωνή κοριτσίστικη, κουνιέται σαν καΐκι σε σοροκάδα και έχει την ενοχλητική
συνήθεια να τον αποκαλεί sir, με Γαλλική προφορά, το πάει σίγουρα το γράμμα.
Σκέφτηκε να τους ξεμπαρκάρει όλους. Διαμαρτυρήθηκε στην εταιρεία
αλλά τον διαβεβαίωσαν ότι είναι καλό πλήρωμα, είναι όλοι πολύ καιρό στο βαπόρι,
δεν έχουν πολλές απαιτήσεις και αν δεν του αρέσει να φύγει αυτός.
Κατέβασε απηυδισμένος το ουίσκι και σηκώθηκε. Η καμπίνα τον έπνιγε.
Έπρεπε να πάρει καθαρό αέρα. Πηρέ το μπουκάλι και το ποτήρι και βγήκε βροντώντας
πίσω του την πόρτα. Κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στην κουβέρτα.
Στην πόρτα διασταυρώθηκε με τον δεύτερο. Φορούσε, όπως πάντα
μια φόρμα μέσα την μπίχλα. Δεν πρέπει να την είχε πλύνει ποτέ.
Ο δεύτερος του χαμογέλασε, δείχνοντας του τα σάπια δόντια
του και μούγκρισε κάτι σαν χαιρετισμό. Τον έγραψε στα αρχίδια του και βγήκε έξω.
Κοντοστάθηκε, έκλεισε τα μάτια και πηρέ βαθειά ανάσα. Η θάλασσα τον αναζωογονούσε.
Κίνησε με βαρεία βήματα για την πλώρη. Στο κουβούσι του νούμερο ένα καθόταν ο
Αχμετ, ο Νιγηριανός ναύτης και έκοβε τα νύχια των ποδιών του με ένα τεράστιο κυνηγητικό
μαχαίρι. Του χαμογέλασε κι αυτός και τα κάτασπρα δόντια του στραφταλισαν στον ήλιο,
σε τέλειο κοντράστ με το κατάμαυρο δέρμα του.
Τον έγραψε κι αυτόν στα αρχίδια του. Ανέβηκε στο καπουνι της
πλώρης, έβγαλε τα παπούτσια του, σκαρφάλωσε στο κοράκι και έκατσε με τα πόδια
του να κρέμονται έξω.
Γέμισε το ποτήρι, έριξε στη θάλασσα τις τελευταίες σταγόνες
που είχαν απομείνει, πέταξε το μπουκάλι στο νερό και σήκωσε το ποτήρι.
«Στην υγεία σου, γέρο», μουρμούρισε κοιτάζοντας τη θάλασσα
και κατέβασε το ποτό μονορούφι και πέταξε και το ποτήρι στην θάλασσα.
Fish or chicken, sir? Άκουσε το καμαρωτάκι να τον ερωτάει. Σήκωσε
ενοχλημένος το χέρι για να τον διώξει. Εκείνος τον σκούντηξε στον ώμο και επανέλαβε
την ερώτηση. «Sir, fich or chicken?» Έκλεισε τα μάτια απηυδισμένος και γύρισε
να τον ξεχέσει.
Η όμορφη Γαλλίδα αεροσυνοδός της SABENA, σκούντηξε απαλά
στον ωμό τον μισοκοιμισμένο επιβάτη της τουριστικής θέσης. «Fish or chicken, sir?»
Ο καπταν Παναγής άνοιξε τα μάτια και πήγε να βρίσει αλλά κάταπιε
τη γλωσσά του. Κοίταξε την αεροσυνοδό, στο πρόσωπο της είχε ένα μεγάλο, ευγενικό
χαμόγελο αλλά τα μάτια της έλεγαν ότι η υπομονή της είχε αρχίσει να εξαντλείται.
Chicken, please, μουρμούρισε σαστισμένος και της χάρισε το καλύτερο
χαμόγελο του τραβώντας ταυτόχρονα το πτυσσόμενο τραπεζάκι.
Something to dring? Ρώτησε η αεροσυνοδός αφού τον σέρβιρε.
Yes please, wisky. Ακούμπησε διπλά στο φαγητό του ένα ποτήρι
με πάγο κι ένα μικρό μπουκαλάκι Grant's, του χαμογέλασε κι απομακρύνθηκε.
Άνοιξε το μπουκαλάκι, το άδειασε στο ποτήρι και το κατέβασε
με την μία. Κοίταξε το ρολόι του. Έχουμε δρόμο ακόμα για την Τζέντα, σκέφτηκε
κι άρχισε να τρώει ανόρεκτα...
του Δ.Π.
Παραληρήματα εν πλω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου